ἱστός

ἱστός
ἱστός
Grammatical information: m.
Meaning: `beam (of a loom), loom, web; mast' (Il.).
Compounds: Often as 1. member, e. g. ἱστο-δόκη `support of the mast, mast-holder' for the mast when let down (Α 434), ἱστο-πέδη `mast-shoe' (μ 51 = 162, Alc. Ζ 2, 6); cf. Risch IF 59, 26; ἱστο-βοεύς `beam of a plough, -dissel' (Hes. Op. 431, 435, A. R. 3, 1318 a. Orac. ap. Paus. 9, 37, 4 ), metr. enlargement of *ἱστό-βοος = ἱστὸς βόειος, βοῶν (cf. ἱππο-πόταμος) after the names of apparatus in -ευς; s. K. Meister HK 174, Boßhardt Die Nom. auf -ευς 31; also ἱστο-βόη (AP 6, 104, after -δόκη a. o.). εξιστων adjunct of χιτωνίσκον in a set of clothes for Artemis ( for ἕξ ἱστῶν, consisting of six pieced of woven material.
Derivatives: ἱστίον, mostly pl. -ία `sail' (Il.), also `curtain' (LXX), `web' as measure (pap.);
Origin: IE [Indo-European] [1004] *steh₂- `set, put up'
Etymology: Formation like φορτίον a. o. (Chantraine Formation 59). To ἵσταμαι (or a lost present of the type Lat. si-st-ō) as "the stander" (not "the set-ler"); orig. of the beam of the loom (which was standing), cf. Chantraine Étrennes Benveniste 14, Hermann Gött. Nachr. 1943, 7. S. also στήμων.
Page in Frisk: 1,739-740

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἱστός — anything set upright masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • ιστός — ο 1. κατάρτι. 2. αργαλειός, όργανο ύφανσης: Χειροκίνητος ιστός. 3. ύφασμα: Ιστός της Πηνελόπης. 4. άθροισμα κυττάρων που έχουν την ίδια περίπου κατασκευή και επιτελούν την ίδια λειτουργία: Επιθηλιακός ιστός. 5. «ιστός αράχνης», λεπτό πλέγμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιστος — (ΑΜ ιστος) ανάγεται σε ΙΕ επίθημα * is to, που απαντά στον υπερθετικό βαθμό τών επιθέτων πολλών ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αρχ. ελλ. ήδ ιστος και τα αντίστοιχά του, αρχ. ινδ. svad isthas και αγγλ. sweet est). Το επίθημα * to είναι δηλωτικό τού τέλους μιας …   Dictionary of Greek

  • αγωγής, ιστός — Ιστός του μυοκαρδίου (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …   Dictionary of Greek

  • συνδετικός ιστός — (Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • δικτυωτός συνδετικός ιστός — Συνδετικός ιστός που περιέχει δικτυωτές ίνες και πολλά ιστιοκύτταρα. Ο λεμφικός ιστός, που αποτελεί κύριο τμήμα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, αποτελείται κυρίως από δ.σ.ι …   Dictionary of Greek

  • ενδοθηλιακός ιστός ή ενδοθήλιο — Μονοκυτταρική στιβάδα που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια της καρδιάς, των αγγείων, του αίματος και της λέμφου και αποτελεί το τοίχωμα των τριχοειδών. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι πλακώδη και τοποθετημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να εφαρμόζουν όπως …   Dictionary of Greek

  • επιθηλιακός ιστός — Μία από τις τέσσερις κατηγορίες ζωικών ιστών (οι άλλοι τρεις είναι ο συνδετικός, ο μυϊκός και ο νευρικός ιστός). Καλύπτει το σώμα και τα όργανα καθώς επίσης κοιλότητες και αγωγούς. Από τα επιθήλια προέρχονται επίσης και διάφοροι μαζικοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”